ηνιόστροφος — ἡνιόστροφος, ον (Α) αυτός που οδηγείται με ηνία, με χαλινούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηνία + στροφος (< στρό φος < στρέφω), πρβλ. αγχί στροφος «αυτός που στρέφεται γρήγορα»] … Dictionary of Greek
ἡνιοστρόφος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡνιοστρόφου — ἡνιόστροφος charioteer masc gen sg ἡνιοστρόφος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡνιοστρόφῳ — ἡνιόστροφος charioteer masc dat sg ἡνιοστρόφος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηνία — Οι δερμάτινοι ιμάντες, γνωστοί και ως γκέμια, που προσδένονται στους δακτυλίους που βρίσκονται στις δύο άκρες του χαλιναριού και χρησιμεύουν στην οδήγηση ενός υποζυγίου. Το είδος των η. διαφέρει ανάλογα με το αν ο οδηγός είναι έφιππος, πεζός ή… … Dictionary of Greek
ηνιοστροφία — ἡνιοστροφία, ἡ (Μ) [ηνιοστρόφος] η στροφή τού αλόγου με τα ηνία … Dictionary of Greek
ηνιοστροφώ — ἡνιοστροφῶ, έω (AM) [ηνιοστρόφος] μσν. 1. μτφ. διευθύνω, διοικώ, κυβερνώ 2. παθ. ἡνιοστροφοῡμαι, έομαι α) διευθύνομαι β) παρασύρομαι από κάποιον αρχ. οδηγώ, διευθύνω κάτι με τον χαλινό, στρέφω τα ηνία … Dictionary of Greek