ηνιοστρόφος

ηνιοστρόφος
ἡνιοστρόφος, ὁ (Α)
αυτός που στρέφει τα ηνία, που διευθύνει με τα ηνία, ο ηνίοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηνία + -στροφος (< στρό-φος < στρέφω), πρβλ. οιακο-στρόφος «αυτός που κινεί το πηδάλιο». Ο τονισμός στην παραλήγουσα προσδίδει ενεργητική σημ. στη λ., αντίθετα προς τον τονισμό στην προπαραλήγουσα (πρβλ. ηνιόστροφος) που τής προσδίδει παθητική σημ. (πρβλ. ετοιμόφθορος-ετοιμοφθόρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ηνιόστροφος — ἡνιόστροφος, ον (Α) αυτός που οδηγείται με ηνία, με χαλινούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηνία + στροφος (< στρό φος < στρέφω), πρβλ. αγχί στροφος «αυτός που στρέφεται γρήγορα»] …   Dictionary of Greek

  • ἡνιοστρόφος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡνιοστρόφου — ἡνιόστροφος charioteer masc gen sg ἡνιοστρόφος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡνιοστρόφῳ — ἡνιόστροφος charioteer masc dat sg ἡνιοστρόφος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηνία — Οι δερμάτινοι ιμάντες, γνωστοί και ως γκέμια, που προσδένονται στους δακτυλίους που βρίσκονται στις δύο άκρες του χαλιναριού και χρησιμεύουν στην οδήγηση ενός υποζυγίου. Το είδος των η. διαφέρει ανάλογα με το αν ο οδηγός είναι έφιππος, πεζός ή… …   Dictionary of Greek

  • ηνιοστροφία — ἡνιοστροφία, ἡ (Μ) [ηνιοστρόφος] η στροφή τού αλόγου με τα ηνία …   Dictionary of Greek

  • ηνιοστροφώ — ἡνιοστροφῶ, έω (AM) [ηνιοστρόφος] μσν. 1. μτφ. διευθύνω, διοικώ, κυβερνώ 2. παθ. ἡνιοστροφοῡμαι, έομαι α) διευθύνομαι β) παρασύρομαι από κάποιον αρχ. οδηγώ, διευθύνω κάτι με τον χαλινό, στρέφω τα ηνία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”